- ἀδεισιδαιμονία
- ἀδεισι-δαιμονία, ἡ,A freedom from superstition, Hp.Decent.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αδεισιδαιμονία — η (Α ἀδεισιδαιμονία) [ἀδεισιδαίμων] απουσία δεισιδαιμονίας … Dictionary of Greek
ἀδεισιδαιμονίη — ἀδεισιδαιμονία freedom from superstition fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδεισιδαίμων — ( ονος), ον (Α ἀδεισιδαίμων) αυτός που δεν κατέχεται από δεισιδαιμονία, ο ελεύθερος από δεισιδαιμονίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητικό + δεισιδαίμων. ΠΑΡ. αδεισιδαιμονία] … Dictionary of Greek